- ἀμετροεπής
- ἀμετροεπήςunbridled of tonguemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετροεπής — ές (Α ἀμετροεπής) αυτός που δεν έχει μέτρο στο λέγειν, φλύαρος, αθυρόστομος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμετρος + επής < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροέπεια] … Dictionary of Greek
ἀμετροεπῆ — ἀμετροεπής unbridled of tongue neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροεπεῖ — ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροεπεῖς — ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem acc pl ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροεπές — ἀμετροεπής unbridled of tongue masc/fem voc sg ἀμετροεπής unbridled of tongue neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετροεπῶς — ἀμετροεπής unbridled of tongue adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… … Hofmann J. Lexicon universale
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
αμετροέπεια — η [αμετροεπής] έλλειψη μέτρου στο λέγειν, ακράτεια τής γλώσσας, φλυαρία, αθυροστομία, αυθάδεια … Dictionary of Greek